Περπατάω στης πόλης το βρεγμένο κορμί
και τσιγάρα βαριά με κερνάει.
Δε μιλάει κανένας, δεν υπάρχει ψυχή,
μοναχά η ζωή που κυλάει.
Σε ζητάω σε δρόμους, που στοιχειώσαν νωρίς
και σηκώνουνε κύμα τα βράδια.
σου σφυρίζω τραγούδια που δεν τα `πε κανείς
πληρωμένα, γυρεύοντας χάδια.
Χωρισμένος στα δύο, δίχως τέλος κι αρχή,
στις βιτρίνες μονάχος μιλάω.
Πόσο δύσκολο είναι ν’ αγαπάς στη ζωή
και αυτή να σού λέει "πονάω".
Αρρωσταίνω στη σκέψη να σου πω σ’ αγαπώ
αν εσύ μ’ αρνηθείς θα πονάει
δε θα έχω πια λόγο να υπάρχω εδώ
είσαι τ’ όνειρο που με κρατάει.
Είναι κάποιοι, που λένε πως κοιμούνται βαθιά.
Χαμογέλα, και μη τους πιστέψεις.
Δραπετεύουν τα βράδια από άδεια κορμιά
και ανάβουν φωτιές να χορέψεις.