Στάθηκα πολλές φορές εδώ που είχες σταθεί
ένα κρύο πρωινό στο κάθε σου χέρι ένα παιδί
μια οικογένεια από την παλιά Ελλάδα
στην Θεσσαλονίκη του ´70, χειμωνιάτικη λιακάδα...
Και κοιτάζω ένα μωρό που με κοιτάζει με απορία
μέσα από ένα σκούφο, μια παλιά φωτογραφία
Λεωφόρος Νίκης παραλιακή, πριν σαράντα χρόνια
κάποια Κυριακή θα ήταν....
Μου έκλεισες το μάτι κι έσβησες το φως
ξύπνησα κι ο κόσμος είναι αλλιώτικος
ήταν λέει μια κακή στιγμή
ψάχνω και δεν είσαι τώρα εκεί
Τσιγάρα στο φωταγωγό φωτιές στην παραλία
ποτά φυτίλια, μάταιη βία, σύρμα... τρέχω να ξεφύγω
πυροσβεστική και περιπολικά
γλύτωσα από θαύμα φίλε, ότι κι αν σου λέω είναι λίγο..
Πλήξη κι απαξία, ενδογενής μελαγχολία
άγχος, ασφυξία, πανικός ουρλιάζω μες στον ύπνο μου
Έριξα ένα τζαμί άγρια χαρά, κατόρθωμα όχι αστεία
βγήκα στην παρανομία πια...
Μου έκλεισες το μάτι κι έσβησες το φως
ίσως κάποια μέρα να μου έδειχνες το πως
φτάνει μόνο μια κακή στιγμή
για να σε τραβάνε μια ζωή...
Μα εδώ δεν έχω φίλους πια και τίποτα δικό μου
κάτι χρέη σβήνω από τον παλιό εαυτό μου
πήρα αυτό που ήθελα και πλήρωσα ακριβά
έδωσα ότι είχα ήταν λίγα ήταν πολλά δεν ξέρω...
Μα ακόμα φτάνω στο λιμάνι με τα πόδια και γυρίζω
παίρνω φόρα, πέφτω πάλι μέσα στου ουρανού το γκρίζο
μέσα απ´ την ομίχλη φάνηκε ένα πλοίο
το ρολόι δείχνει περασμένες δύο...
Μα έλα κλείσε μου το μάτι, σβήσε μου το φως
Τώρα πια ο κόσμος είναι αλλιώτικος
ήταν λέει μια κακή στιγμή
ψάχνω μα δεν είσαι πια εκεί...