-Αντρέα! Τι το θέλεις το κραγιόν;
-Δεν είμαι πια ο Αντρέας!
-Τι εννοείς;
-Είμαι η Τζούλια!
-Τι είναι αυτά; Γιατί είσαι ντυμένος γυναίκα;
-Να, να σου εξηγήσω!
-Τι να μου εξηγήσεις Αντρέα; Τι κάνει η ψωλή σου στο πάτωμα;
-Πήρα μια απόφαση ζωής...
-Όχι! Δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό!
-Σε παρακαλώ προσπάθησε να καταλάβεις...
-Τι να καταλάβω Αντρέα;
-Τζούλια, λέμε!
-φεύγω από δω!
-Που την πας την ψωλή; Γύρνα πίσω!
-Αντρέα, θα μ' αγαπάς για πάντα;
-Εννοείται Τζιβάνα μου.
Βρέθηκα μετά τον χωρισμό στο σταθμό, στο βαγόνι μου,
μια ψωλή σε μιαν αποσκευή
τα νεκρά όνειρά μου,
κάθομαι μονάχη την κοιτώ
μια ψωλή τόσο γνώριμη,
μια ψωλή που γίνεται μουνί καθώς λέω το όνομά σου,
και το φύλο σου άλλαξες και είσαι πλέον μακριά μου.
Κι ήθελα τόσα να μου πεις
πως μ' αγαπάς να μου φωνάξεις
μα πως μπορούσες το κορμί
σε μια στιγμή να το αλλάξεις
κι έγραψα το όνομα στο τζάμι
αυτό που είχες κάποτε,
μαύρη η καρδούλα μου κατράμι
για σένα θα 'ναι πάντοτε
-Μην κλαις Τζιβάνα!
-Γιατί να μου συμβαίνει αυτό, Άγιε μου Σατανά;
-Στον καθένα μπορεί να συμβεί αυτό Τζιβάνα μου!
-Άντε χέσ'τη την πουστάρα!
-Μα δεν μπορώ, τον αγαπάω! Και δεν είναι πουστάρα, είναι τραβέλι!
Τρέχουνε τα σάλια μου βροχή
σαν στη σκέψη μου έρχεσαι
βλέπω την μορφή που 'χες παλιά
μια λάμψη του αιθέρα
κρέμονταν σαν χάντρες βραχιολού
τα αρχίδια σου κάποτε
πάλι στο μυαλό μου αλυχτάν
σαν αηδόνια του αγέρα
και το τρένο πια χάνεται
σαν το φως μιας ημέρας.
Κι ήθελα τόσα να μου πεις
πως μ' αγαπάς να μου φωνάξεις
μα πως μπορούσες το κορμί
σε μια στιγμή να το αλλάξεις
κι έγραψα το όνομα στο τζάμι
και μόλις είδα που δάκρυσες
κι έτρεξαν τα χύσια μου ποτάμι
γιατί καρδιά μου άλλαξες;
Κι ήθελα τόσα να σου πω
πως σ' αγαπώ να σου φωνάξω,
αχ να μπορούσα την ψωλή
πάλι στην τρύπα σου ράψω
κι έγραψα το όνομα στο τζάμι
αυτό που είχες κάποτε,
μαύρη η καρδούλα μου κατράμι