Τρέμουν τα φώτα κι ο ίσκιος με παραμονεύει στη στροφή
νύχτες περίεργες, δίχως αρχή, δίχως σκοπό
υπόσχεση για μια ζωή
για μια ζωή να κουβαλώ στις πλάτες
τον έρωτα που έσκισα στα δυο.
Παίρνω τους δρόμους μόνος μου, είναι αργά
περίπτερα κλειστά κι αμάξια μετρημένα
γλιστρώ αθόρυβα, βουβά, πιάνω το χτύπο σου μες στο σκοτάδι
τα μάτια σου θυμάμαι και πονώ, τα μάτια σου
γυρνώ αθόρυβα μήπως σε δω
μα τίποτα απ’ όλα αυτά δε γίνεται στο μαγικό μας κόσμο πια.
Πέρασαν τόσα χρόνια αργά, νύχτα βαριά αγκάλιασέ με
αγκαλιασέ με, σκεπασέ με
περνάς χαράματα ψυχή, που υπνοβατεί θυμησέ μου
θυμησέ μου, μιλησέ μου.
Τρεις αιώνες, τρεις, ακροβατείς
πάνω μου περνάς, δε σταματάς
ασ’ τη σκέψη εδώ να ζεσταθώ.