Βρήκα την πόρτα ανοιχτή
και στο τραπέζι ένα χαρτί
που 'τρεξα για να το διαβάσω μ’ απορία
μου 'γραφες "Φεύγω, δεν μπορώ''
ο έρωτάς μας ως εδώ
κι έδωσες τέλος στη δική μας ιστορία.
Κι ούτε συζήτηση δε δέχτηκες να κάνεις
το αποφάσισες εσύ να με πεθάνεις,
ούτε συζήτηση να βρούμε κάποια λύση
χάθηκες κι έγειρα σαν ήλιος που `χει δύσει.
Σκέφτηκα κάτι για να πω
έτσι, σαν παραμιλητό,
δεν βρήκα όμως μες στον πόνο μου μια λέξη
μόνο που απόρησα γιατί
δυο λόγια στ’ άψυχο χαρτί
έχουν, για πάντα, τη ζωή μας καταστρέψει.
Κι ούτε συζήτηση δε δέχτηκες να κάνεις
το αποφάσισες εσύ να με πεθάνεις,
ούτε συζήτηση να βρούμε κάποια λύση
χάθηκες κι έγειρα σαν ήλιος που `χει δύσει.