Χρώμα δε βρίσκει να κυλά
του χρόνου η μολυβιά
που έγραψε να ζούμε χωριστά.
Δρόμο δε βρίσκει να περνά
της νύχτας η φωτιά
να κάψει όσα αφήσαμε μισά.
Πώς παγιδέψαμε, ό,τι πιστέψαμε
ποιον εφιάλτη μεγαλώναμε κρυφά.
Πώς παγιδέψαμε, ότι λατρέψαμε
σ’ ένα αστείο που κανένας δε γελά.
Εδώ, ως τα χαράματα καρδιά μου να `σαι εδώ
μ’ ένα σου βλέμμα πάλι να ξελογιαστώ
να πεις μια λέξη και να σου παραδοθώ.
Εδώ, ως τα χαράματα καρδιά μου να `σαι εδώ
για όσα ρίξαμε στης λύπης το βυθό
να μετανιώσουμε επιτέλους και οι δυο.
Ως τα χαράματα γίνονται θαύματα...
Κλείνω τα μάτια μου σφιχτά
εκεί στα σκοτεινά
ν’ ακούσω το κλείδι σου να γυρνά.
Δένω στο χέρι μια κλωστή
να ’πιάσει η ευχή
και ό,τι μας χωρίζει να χαθεί.
Πώς παγιδέψαμε, ό,τι πιστέψαμε
ποιον εφιάλτη μεγαλώναμε κρυφά.
Πώς παγιδέψαμε, ότι λατρέψαμε
σ’ ένα αστείο που κανένας δε γελά.
Εδώ, ως τα χαράματα καρδιά μου να `σαι εδώ
μ’ ένα σου βλέμμα πάλι να ξελογιαστώ
να πεις μια λέξη και να σου παραδοθώ.
Εδώ, ως τα χαράματα καρδιά μου να `σαι εδώ
για όσα ρίξαμε στης λύπης το βυθό
να μετανιώσουμε επιτέλους και οι δυο.
Ως τα χαράματα γίνονται θαύματα...