Το είδα τώρα καθαρά,
του εαυτού σου τα νερά
σε καθρεφτίζουν ιδανικά,
μα πια σε ξέρω.
Σε είχα προδώσει μια στιγμή,
εσύ μια ολόκληρη ζωή·
να μείνει όρθια η ψυχή
να καταφέρω.
Πώς να αντέξει η ελπίδα
με ένα γεια σαν κρύα λεπίδα,
πώς να μείνω δυνατός.
Αν φυσάει αέρας
με ορμή δικής σου σφαίρας,
πώς να μείνω ζωντανός.
Οι πληγές μου πονάνε
και σου μοιάζουν πολύ,
από πέτρα σα να’ναι,
μ’ανοίγουν, με σπάνε,
σε κάθε αφορμή.
Οι πληγές μου αντέχουν,
είν’ εκεί από παλιά
και ονόματα έχουν,
καρφιά που εξέχουν
και στάζουν σκουριά.
Οι πληγές μου διαλέγουν
να σου χαμογελώ
και περήφανα στέκουν,
την άβυσσο βλέπουν
σαν κάτι απλό·
απουσίες μετράνε,
σαν τοπία ξερά,
τι καλό σου χρωστάνε
κι εσένα γεννάνε
ξανά και ξανά.
Η ιστορία έχει γραφτεί,
μα εσύ διαλέγεις πώς και τι,
τι θα κρατήσεις απ’αυτή
και τι θα αφήσεις.
Περνάνε μέρες δανεικές,
κι είν’οι αλήθειες μας θολές,
έχουνε σκόνη απ’του χτες
τις προσποιήσεις.