Άγονη πλήξη μιας ζωής δίχως έρωτα,
της ερημιάς μου τέρας, της πόλης μου θηρίο,
μη με φοβάσαι.
Αλλοπαρμένη έκφραση,
οι τοίχοι σου θυμίζουν τον πρώτο σου έρωτα.
Οι πιο πολλοί αδιάφορα κενοί, σε λυγίζουν όπου και να 'σαι.
Στα σκοτεινά δρομάκια οι σκιές γλιστράνε επικίνδυνα.
Στα ηλεκτρισμένα ξενυχτάδικα οι γυναίκες μισοκρύβονται πίσω απ' τη λήθη.
Στα κολασμένα παζάρια της λεωφόρου οι αστυνόμοι,
οι πλούσιοι επαρχιώτες μηχανόβιοι,
μάσκες ακάλυπτες μικρές στο γύρο του θανάτου,
που τρεμοπαίζουν τον άγγελο ή τον δαίμονα
στις άκρες των δακτύλων τους, ξημέρωμα Σαββάτου.
Για τις παλιές αγάπες μη μιλάς,
στα πιο μεγάλα «θέλω» κάνουν πίσω.
Δεν άντεξαν μαζί και χάθηκαν μακριά,
κρύφτηκαν στις σπηλιές χαμένων παραδείσων.
Ό,τι αξίζει πονάει, κι είναι δύσκολο.
Για να μην υποφέρεις, φύγε μακριά μου, κρύψου από μένα.
Δεν ξέρω αν φεύγεις τώρα για το λίγο μου
ή αν αυτό που νιώθω ήταν πολύ,
πολύ για σένα, πολύ για σένα.
Για τις παλιές αγάπες μη μιλάς,
στα πιο μεγάλα «θέλω» κάνουν πίσω.
Δεν άντεξαν μαζί και χάθηκαν μακριά,
κρύφτηκαν στις σπηλιές χαμένων παραδείσων.
Ό,τι αξίζει πονάει, κι είναι δύσκολο...