Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές,
(απάνου στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλη η παρέα πίναμε εψές,
εψές σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής,
ω, πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.
(Ήλιε και θάλασσα γαλάζια
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού∙
ω της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!)