Στην πόλη ξέσπασε μια άγρια βροχή
στα παραμύθια οι χιονάτες μου γεράσαν
το τέλος πρόλαβε και πάλι την αρχή
τρέμει το χέρι και τα σύνεργα σκουριάσαν
Αχ! πως μπερδεύτηκα στα μαύρα της μαλλιά
κι ούτε κατάλαβα πως πέρασαν τα χρόνια
η φυλακή μου πόσο έμοιαζε φωλιά
η προσμονή μου ήταν πέτρα, είναι χώμα
Στα χέρια άνεργο το χάδι ξαγρυπνά
οι επτά νάνοι στο S / S αργοπεθαίνουν
μαζί τους χάνομαι, βουλιάζω στ’ ανοιχτά
φεύγει η μέρα κι αισθήσεις μου σωπαίνουν
Αχ! πως μπερδεύτηκα στα μαύρα της μαλλιά
κι αυτό το ψέμα πως με τύλιγε σαν χάδι
τ’ όνειρο δέθηκε και έγινε θηλιά
παλιά πληγή που τώρα έμεινε σημάδι