Μπήκανε δυο μαύρες χήρες μες στο μαγαζί
κι ήπιαν δυο ποτήρια μπύρες, ναι, και μετά κρασί.
Ζαλιστήκανε λιγάκι, ήταν κι ένα μπουζουκάκι
να σου παίρνει την ψυχή.
Άσπρα ρούχα, μαύρα ρούχα,
βάλε, βγάλε και ξανά.
Άσπρα ρούχα, μαύρα ρούχα,
της ζωής η φορεσιά.
Μπήκανε δυο μαύρες χήρες, στήσανε χορό.
Χάρε, άκαρδε, που πήρες μέσα απ’ το σωρό.
Μας φαρμάκωσες τη μέρα, που μας έκλεψες τη βέρα
και το χάδι το γλυκό.
Άσπρα ρούχα, μαύρα ρούχα,
βάλε, βγάλε και ξανά.
Άσπρα ρούχα, μαύρα ρούχα,
της ζωής η φορεσιά.