Κάπου μέσα.
Είναι ακόμη σκοτεινά.
Το έρεβος αντικατοπτρίζεται.
Πιο ισχυρό από τον φόβο.
Βρίσκω τον έλεγχο για να εισπνεύσω αυτήν την τελευταία μέρα.
Κλείνω το μυαλό μου πέφτω όμως ούτως ή άλλως.
Όχι.
Και σκέφτομαι ότι είμαι τελείως μόνος.
Νιώθω την βρόχη να με τραβάει κάτω ξανά.
Όχι.
Και ξέρω ότι δεν έχω σπίτι.
Νιώθω τον πόνο να με διακατέχει ξανά.
Δεμένος στο έδαφος.
Στη σκιά που όλο και μεγαλώνει.
Η ψυχή μου είναι δέσμια.
Και έτσι σβήνει.
Και ξέρω ότι δεν θα δραπετεύσω.
Ό,τι έχει απομείνει από την πίστη μου χάνεται.
Σαν την πληγωμένη και φευγαλέα χάρη μου.
Σ’ αυτό το άδειο μέρος που μου προκαλεί μούδιασμα.