Όλη τη μέρα που `λειπες το σπίτι μας ρημάδι.
Κι όμως πώς ήταν όμορφα σαν γύριζες το βράδυ
Κι ας τρώγαμε ξερό ψωμί κι ας έλειπε το λάδι.
Κι ας έλειπαν τα κάρβουνα φτάνει που ήσουν κοντά μου.
Αχ πως στο κάθε χτύπημα της πόρτας η καρδιά μου
Ραγίζουνταν, αγόρι μου, και μου `φευγε η λαλιά μου.
Θυμάσαι τις τριανταφυλλιές μπροστά στο περιβόλι
Που ανθίζανε την άνοιξη και πια στην κάθε σκόλη
Γιομίζαμε τριαντάφυλλα την αγκαλιά μας όλη.
Κι ο γέρος ο πατέρας σου καμάρωνε κι αντάμα
Καμάρωνα κι η δόλια εγώ, κι αν έκλαιγα τι θάμα!
Περσότερο ξαλάφρωνε η καρδιά μου από το κλάμα.
Μεγάλωσες. Δε μ’ άκουγες. Έφευγες όλη μέρα.
Κι όταν τα βράδια μου `λεγες «Η Λευτεριά μητέρα
Θα ρθεί» μ’ άγγιζαν την καρδιά τα λόγια σαν φοβέρα.
Μ’ αν μου `φευγες πρωί πρωί, προτού να φέξει, μόνος
Κι αργοκυλούσαν οι ώρες μου, κάθε στιγμή ένας χρόνος
Το `ξερα πως θα γύριζες κι ήταν γλυκός ο πόνος.
Τώρα στο παραγώνι μας κουβαριασμένη ρέβω
Σαν αστραποκαμένη ελιά και πια δε σε γυρεύω
Τι `ναι ψηλός ο ανήφορος και δεν μπορώ ν’ ανέβω.
Γιατί δεν άκουες, γιόκα μου, τη μάνα που σ’ εγέννα;
Κι αν έρθει τώρα η Λευτεριά πουν’ όλα ρημαγμένα
Τι να την κάνω, αγόρι μου γλυκό, χωρίς εσένα;