Ο Mαγαπάς κι η Σαγαπώ
σ΄ ένα κρεβάτι είναι κρυμμένοι
κι αγκαλιασμένοι έχουν σκοπό
να μείνουν έτσι εκεί χωμένοι,
στόμα με στόμα κολλημένοι,
μέρες και νύχτες, μήνες, χρόνια,
ώσπου πια γέροι στα εκατό
να ξεψυχήσουν ξαπλωμένοι,
σφιχτά-σφιχτά αγκαλιασμένοι
και με το στόμα, και με το στόμα σε φιλί.
Ένα αγγελούδι τους ταΐζει,
τους πλένει και τους ξεσκονίζει,
μα ο Μαγαπάς κι η Σαγαπώ
δεν βρίσκουνε καθόλου ώρα,
δεν σταματούν ποτέ πια τώρα,
γιατί έχουν στόχο και σκοπό χίλια φιλιά
κάθε λεπτό κάθε λεπτό,
ο Mαγαπάς κι η Σαγαπώ.
Ο Mαγαπάς κι η Σαγαπώ
έχουν πεθάνει πια από χρόνια
και στο κρεβάτι αγκαλιασμένοι
έχουνε μείνει ξεχασμένοι,
στόμα με στόμα κολλημένοι.
Μα δεν τους βλέπει ανθρώπου μάτι,
γιατί είχαν κρύψει το κρεβάτι
για να μπορούνε κάπου κάπου,
ξεφεύγοντάς του, του θανάτου,
να δίνουν, να δίνουν ξαφνικό φιλί.