Σαν τον αητό φτερούγαγε στη στράτα
τον καμαρώνει η γειτονιά στα παραθύρια
με χαμηλά τα μαύρα του τα μάτια
λεβέντης εροβόλαγε.
Στα ματιά του ένα σύννεφο
μες την καρδιά του σίδερο.
Κυλάει το αίμα, σκέπασε τον ήλιο
κι ο χάρος εροβόλαγε.
Σφαλούν τα μάτια κι οι καρδιές
σφαλούν τα παραθύρια
μετά χυμάει ο Χάροντας καβάλα
κι εκείνος χαμογέλαγε.
Ποιος κατεβαίνει σήμερα στον Άδη;
Ποιον κουβεντιάζει η γειτονιά κι ανανταριάζει;
Γιατί βουβά είναι τα βουνά κι οι κάμποι;
Λεβέντης εροβόλαγε.
Σαν τον αητό φτερούγαγε στη στράτα
τον καμαρώνει η γειτονιά στα παραθύρια
με χαμηλά τα μαύρα του τα μάτια
λεβέντης εροβόλαγε.