Ο κύριος Κώστας έχει ένα μαγαζάκι στους Αμπελόκηπους μέσα σε μια στοά,
είναι μικρό μα το δουλεύει με μεράκι, τον αγαπάνε όλοι εκεί στη γειτονιά.
Ο κύριος Κώστας δουλεύει από πάντα, του κάνει κέφι και τον ευχαριστεί,
το πρώτο αμάξι του το πήρε στα σαράντα, ξέρει καλά πως βγαίνει το ψωμί.
Ο κύριος Κώστας δουλεύει κάθε μέρα και μένει σπίτι μοναχά την Κυριακή,
με την γυναίκα του σκαλίζουν ένα κήπο για να χαρούν όταν θα βγούνε οι καρποί.
Καμιά φορά παίρνει απ’ το δρόμο καλαμπόκι, βλέπει μπροστά του τις κούρσες να περνούν,
βλέπει τα Hummer, τα Cayenne, και τα Cherokee κι ακούει γύρω του για κρίση να μιλούν.
Κύριε Κώστα στάσου να χαρείς, εσένα δε σε ρώτησε κανείς,
το βλέπουν μες στα μάτια σου και στ’ άσπρα σου μαλλιά
πως χρόνια ξέρεις τι θα πει δουλειά.
Ο κύριος Κώστας δεν πηγαίνει στα μπουζούκια, ο κύριος Κώστας δεν ακούει R&B,
ο κύριος Κώστας δε βγαίνει στα κανάλια, μα έχει πολλές ιστορίες να μας πει.
Ο κύριος Κώστας ξέρει ανθρώους αράδα, ποιοι είναι τα καλά και τα κακά παιδιά,
ποιοι είναι αυτοί που καταστρέψαν την Ελλάδα
και ποιοι είναι αυτοί που θα πληρώσουν τη ζημιά
Κύριε Κώστα στάσου να χαρείς, εσένα δε σε ρώτησε κανείς,
το βλέπουν μες στα μάτια σου και στ’ άσπρα σου μαλλιά
πως χίλια δυο έχεις να μας πεις.
Ο κύριος Κώστας απεχθάνεται το ψέμα αλλά το βλέπει μπροστά του διαρκώς
κι όταν κοιτούν με αυτή την έπαρση στο βλέμμα νιώθει στην ίδια του τη χώρα μοναχός.
Ο κύριος Κώστας χαζεύει μια οθόνη, δείχνει reality, lifestyle, κουτσομπολιά,
τον πατέρα του στον πόλεμο είχε χάσει κι αναρωτιέται αν πέθανε γι’ αυτά.
Κύριε Κώστα στάσου να χαρείς, εσένα δε σε ρώτησε κανείς,
το βλέπουν μες στα μάτια σου και στ’ άσπρα σου μαλλιά,
πως χρόνια ξέρεις τι θα πει δουλειά.
Ο κύριος Κώστας είναι ώρα να σχολάσει, κλείνει το φως και κατεβάζει τα ρολά,
ο κόσμος που ήξερε έχει πια αλλάξει και θα αλλάξουνε ακόμα πιο πολλά.
Πιο πολλά… Πιο πολλά…