Χρόνια και χρόνια μες στην άμμο
εκεί που ανθίζει η φοινικιά
δυο φίλοι πήγαιναν σε γάμο
δώρα κρατώντας και προικιά
ο ένας ήταν Ιρλανδός ο άλλος ήταν Ιουδαίος
Δίψα τους έκαιγε τα χείλη
μα πριν φωνάξουν τη βροχή
είδαν στην έρημο μια πύλη
που `γραφε τέλος και αρχή
μπροστά πηγαίνει ο Ιρλανδός πίσω πηγαίνει ο Ιουδαίος
Πέρασαν τα μεγάλα τείχη
και κάπου εκεί στην αγορά
κάποιον ρωτήσανε στην τύχη
πού είναι ο γάμος κι η χαρά
τον ρώτησε ο Ιρλανδός τον ρώτησε κι ο Ιουδαίος
Κι αυτός απλώνοντας τα χέρια
τους έδειξε στο χώμα εμπρός
δυο πεθαμένα περιστέρια
που ήταν η νύφη κι ο γαμπρός
Δάκρυσε τότε ο Ιρλανδός δάκρυσε και ο Ιουδαίος