Απόψε πήρε άδεια
και με την τσέπη άδεια
τραβάει για την πόλη.
Ρίχνει ένα γεια σου στο φρουρό,
σαλτάρει σ’ ένα φορτηγό,
κι ο χάρος δε γλιτώνει.
Έλα στην παρέα μας, φαντάρε
κάτσε κι ένα ποτηράκι πάρε.
Ξέχνα στρατώνες και σκοπιές
κι από το μπρούσκο της καρδιάς μας πιες.
Η πόλη σαν τη γόησσα
σαν την παλιά αρχόντισσα
ανάβει τα κολιέ της.
Μα σαν τον φέρνει στα στενά
τον κουβεντιάζει η μοναξιά,
τον παίρνει αγκαζέ της.
Έλα στην παρέα μας, φαντάρε
κάτσε κι ένα ποτηράκι πάρε.
Ξέχνα στρατώνες και σκοπιές
κι από το μπρούσκο της καρδιάς μας πιες.
Οι δρόμοι τον κουράσανε,
παράπονα τον πιάσανε,
στο ταβερνάκι μπαίνει.
Κάποιον να βρει για ένα πιοτό,
να ’χουν τον ίδιο τον καημό,
μαζί να δουν πού βγαίνει.
Έλα στην παρέα μας, φαντάρε
κάτσε κι ένα ποτηράκι πάρε.
Ξέχνα στρατώνες και σκοπιές
κι από το μπρούσκο της καρδιάς μας πιες.