Ο Διγενής ψυχομαχεί
κι η γης τόνε τρομάσει
κι η πλάκα τον ανατριχιά
πώς θα τόνε σκεπάσει,
γιατί από 'κειά που κοίτεται
λόγια 'ντρειωμένου λέει:
"Να 'χεν η γης πατήματα
κι ο ουρανός κερκέλια,
να πάτουν τα πατήματα,
να 'πιανα τα κερκέλια,
ν' ανέβαινα στον ουρανό,
να διπλωθώ να κάτσω,
να δώσω σείσμα τ' ουρανού."