Καβάλα πάει ο χάροντας
το Διγενή στον Άδη,
κι άλλους μαζί κλαίει, δέρνεται
τ’ ανθρώπινο κοπάδι.
Και τους κρατεί στου αλόγου του
δεμένους τα καπούλια,
της λεβεντιάς τον άνεμο,
της ομορφιάς την πούλια.
Και σαν να μην τον πάτησε
του χάρου το ποδάρι,
ο Ακρίτας μόνο ατάραχα
κοιτάει τον καβαλάρη
Ο Ακρίτας είμαι, χάροντα,
δεν περνώ με τα χρόνια.
Μ’ άγγιξες και δε μ’ ένιωσες
στα μαρμαρένια αλώνια.
Δε χάνομαι στα τάρταρα,
μονάχα ξαποσταίνω .
Στη ζωή ξαναφαίνομαι
Και λαούς ανασταίνω.