Καταμεσήμερο κι ένας εργάτης
μέσα στους δρόμους τριγυρνά.
Βδομάδα πέρασε που τον σχολάσαν
μ’ άλλους πέντ’ έξι από τη δουλειά.
Για τη φαμίλια του, για τον αγώνα,
πρέπει ολόρθος να σταθεί.
Να κάνει δύναμη, να μη λυγίσει
μέχρι το δίκιο του να βρει.
Η πίκρα κι η οργή
μέσα του πληγή
μα στα μάτια του φως.
Ζυγώνει η στιγμή
που θα γεννηθεί
ένας κόσμος σωστός.