Όταν είναι αργά κι εδώ, στο σπίτι μου
αυτή δεν τηλεφωνεί πια,
τα Χριστούγεννα είναι άχρηστα.
Αυτή δεν θα έρθει πια,
κοιτάζω το τηλέφωνο και την σκέφτομαι,
τα μάτια μου σαν τζάμια θαμπά.
Πόσο χιόνι πέφτει!
Ποιος θα το σταματήσει;
Το κερί είναι ακόμα αναμμένο,
σύντομα θα σβήσει.
Θεέ μου, εσύ γεννιέσαι κι εγώ πεθαίνω,
τι θα 'κανες στη θέση μου;
Τώρα που χάνω και αυτήν,
έδωσα μια κλωτσιά στα όνειρά μου.
Θεέ μου, μα τι Χριστούγεννα είναι αυτά για μένα,
γιορτινές καμπανοκρουσίες και για μένα,
και για μένα, και για μένα, και για μένα.
Εάν με ακούς,
γιατί δεν κάνεις να γυρίσει αυτή που δεν υπάρχει πια;
Πόσο χιόνι πέφτει
θα κλάψει μαζί μου...