Είπα κι εγώ ν' αλλάξω ζωή,
ν' αρχίσω
καινούργιο παιχνίδι
το `ξερα πριν
κρατούσα γυμνή
κι αγνή την
καρδιά στο λεπίδι
και δεν την είδα
την πρώτη ελπίδα,
να γίνει σπέρμα, να σαρκωθεί.
Στο φανάρι του Διογένη
κάθεται ένας
νιος και περιμένει
μην το γκρεμίσουν,
κι ας τον νομίσουν φονιά
που `χει τόσο
ευαίσθητη καρδιά.
Πια δε γυρνάνε
τα χρόνια πίσω βοριά
νιε μου το φανάρι
δεν 'φελά.
Έτσι κι εγώ
θα ψάξω να βρω
βουνίν, φορεσιάν
και ντουφέτσι
με δίχως θυμόν
και δίχως μιλιάν,
ταφήν να
πληρώσω του κλέφτη
των δεσποτάδων,
κυβερνητάδων,
χοντροτζεπάδων
και δικαστών.
Άλλος μασάει,
κι άλλος σωπαίνει
κι ο σκυφτός λαός
να περιμένει
για τα δεσμά μας,
δεν φταίει
πάντα η σκλαβιά,
μα η υποταγμένη μας καρδιά.
Μ' ένα φανάρι
ξαναγυρνάς τις νυχτιές
ψάχνεις γι' ανυπόταχτες ματιές.