Αιώνια βράδια, μεταξένια, λευκά,
σου γράφω σελίδες, δεν σου στέλνω καμιά.
Των ματιών σου η ομορφιά, μου 'χει λείψει πολύ.
Πλέον δεν τη βλέπω, έχει η αλήθεια κρυφτεί.
Σε λατρεύω, σε λατρεύω, αχ πώς σε λατρεύω.
Βλέπω ζευγάρια, χέρι-χέρι, αγκαλιά,
μα δεν τους νοιάζει, που πονάω στην καρδιά.
Ψεύτικα λόγια, που με παρηγορούν,
"όλοι στο τέλος, παίρνουν ό,τι ποθούν".
Σε λατρεύω, σε λατρεύω,
Αχ πώς σε λατρεύω, αχ πώς σε λατρεύω.
Αιώνια βράδια, μεταξένια, λευκά,
σου γράφω σελίδες, δεν σου στέλνω καμιά.
Των ματιών σου η ομορφιά, μου 'χει λείψει πολύ.
Πλέον δεν τη βλέπω, έχει η αλήθεια κρυφτεί.
Σε λατρεύω, σε λατρεύω,
Αχ πώς σε λατρεύω, αχ πώς σε λατρεύω.
Σε λατρεύω, σε λατρεύω,
Αχ πώς σε λατρεύω, αχ πώς σε λατρεύω.
"Ανάσες βαθιές,
πνιγερή καταχνιά,
ξεθωριάζουν τα φώτα,
τα δωμάτια θαμπά.
Άνθρωποι απλοί
το παρελθόν θρηνούν,
την κάθε τους μέρα
άσκοπα σκορπούν.
Παθιασμένοι εραστές,
σαν σε γροθιά
κι ένας άνδρας, μονάχος,
ψάχνει μιαν αγκαλιά.
Μια νέα μανούλα,
θηλάζει τα παιδιά
κι οι ενήλικες όλοι
λησμονούν τα παλιά.
Ματιές παγωμένες
τη νύχτα σκεπάζουν
κι όλα τα χρώματα
με μιας ξεθωριάζουν,
γκρι το κόκκινα
τα κίτρινα, μ' άσπρα μοιάζουν.
Τα μάτια μας μόνο
γι' αλήθεια κοιτάζουν
ή
για ψευδαίσθηση."