Όλοι με περνάνε για τρελό
γιατί κανένας πια δε λέει να καταλάβει τι περνώ.
Λένε πως πηγαίνω στον γκρεμό
και με τα ίδια μου τα χέρια ότι περνάω τη θηλιά στο λαιμό.
Μπορεί να έχουν δίκιο, τι να πω;
Εγώ σ’ αγαπώ.
Μούρη,
μ’ έχεις κάνει καψούρη.
Έφερες τα πάνω κάτω,
τσάμπα με φωνάζαν’ όλοι γάτο.
Μούρη,
μ’ έχεις κάνει καψούρη.
Έφερες τα πάνω κάτω,
τσάμπα με φωνάζαν’ όλοι γάτο.
Μούρη.
Μούρη τηνε λεν οι κολλητοί,
μούρη τη φωνάζαν’ στο σχολείο και οι δάσκαλοι.
Φαίνεται απρόσιτη, ψυχρή,
όλο τον κόσμο τον σνομπάρει, δε γουστάρει και το παίζει σκληρή.
Έχει όμως ευαίσθητη ψυχή,
είναι καλή.
Μούρη,
μ’ έχεις κάνει καψούρη.
Έφερες τα πάνω κάτω,
τσάμπα με φωνάζαν’ όλοι γάτο.
Μούρη,
μ’ έχεις κάνει καψούρη.
Έφερες τα πάνω κάτω,
τσάμπα με φωνάζαν’ όλοι γάτο.
Μούρη.
Μπορεί να είμαι άρρωστος,
μπορεί να είμαι παρανοϊκός,
μπορεί να είμαι ένας βλάκας και μισός,
μπορεί να είμαι απλώς ένας θνητός.
Εγώ όμως νιώθω σαν θεός.
Μούρη,
μ’ έχεις κάνει καψούρη.
Έφερες τα πάνω κάτω,
τσάμπα με φωνάζαν’ όλοι γάτο.
Μούρη,
μ’ έχεις κάνει καψούρη.
Έφερες τα πάνω κάτω,
τσάμπα με φωνάζαν’ όλοι γάτο.
Μούρη.