Είναι τα μάτια σου ένας διάδρομος παλιος,
δάκρυα πνιγμένα ξεφλουδίζουνε τους τοίχους,
που ένας ένοικος, αθόρυβος, κρυφός,
αντί συνθήματα ζωγράφισε με στίχους
και μέσα υπάρχουν τα σκαλιά που οδηγούν,
σε ένα υπόγειο με παιχνίδια χαλασμένα,
όσα οι άνθρωποι βαριούνται και ξεχνούν
μετά τη χρήση τα φορτώνουνε σε σένα
Μου λες τα μάτια σου να μη τα αγαπώ,
και να μη πάψω να πιστεύω στα δικά μου.
Μα αυτά τα μάτια όπου στα χαθώ και όπου βρεθώ,
τα έχω πίσω μοπυ και μέσα και μπροστά μου
Μέσα στην ίριδα ανάβει μια φωτιά
που κάθε αστεγο και άνεργο ζεσταίνει
που η καλοσύνη τους απλώνει σαν λαδιά
να μαλακώσει μιαν ανάγκη πετρωμένη…
Σ’αυτά τα μάτι αδεν υπάρχει λογική,
όσο βαθιά και αν τα κοιτάζω με αγαπούνε
της ιστοριάς πυρπολούν τη φυλακή
στα παραμύθια και στα αστέρια να με βρούνε
Μου λες τα μάτια σου να μη τα αγαπώ,
και να μη πάψω να πιστεύω στα δικά μου.
Μα αυτά τα μάτια όπου στα χαθώ και όπου βρεθώ,
τα έχω πίσω μοπυ και μέσα και μπροστά μου