Ήταν σαν ο ουρανός
να είχε φιλήσει σιωπηλά τη γη,
ώστε στη λάμψη των άνθεων αυτή
να πρέπει αυτόν πια ν' ονειρεύεται.
Ο αέρας διαπερνούσε τα χωράφια,
τα στάχυα κυμάτιζαν απαλά,
θρόΐζαν σιγανά τα δάση,
τόσο ξεκάθαρη ήταν η νύχτα1.
Κι η ψυχή μου άπλωνε
πλατιά τα φτερά της,
πετούσε πάνω από τις σιωπηλές χώρες,
σα να γυρνούσε στο σπίτι.
Κι ακολουθούσαν οι ματιές μου
ως τον ορίζοντα.
Περιπλανιούνται οι σκέψεις,
μια και είχα μείνει κάποτε εκεί.
Ήταν σαν ο ουρανός
να είχε φιλήσει σιωπηλά τη γη,
ώστε στη γκρίζα μέρα
αυτή να γλυκαθεί με μελάτο άρωμα.
Κι ο αέρας διαπερνούσε τα χωράφια,
τα στάχυα κυμάτιζαν απαλά.
Διηγήσου μου για το σπίτι,
συνέχιζε κι τράβα μεσ' τη νύχτα.
Κι η ψυχή μου άπλωνε
πλατιά τα φτερά της,
πετούσε πάνω από τις σιωπηλές χώρες,
σα να γυρνούσε στο σπίτι.
Κι ακολουθούσαν οι ματιές μου
ως τον ορίζοντα.
Περιπλανιούνται οι σκέψεις,
μια και είχα μείνει κάποτε εκεί.
Κι η ψυχή μου άπλωνε
πλατιά τα φτερά της,
πετούσε πάνω από τις σιωπηλές χώρες,
σα να γυρνούσε στο σπίτι.
Κι ακολουθούσαν οι ματιές μου
ως τον ορίζοντα.
Περιπλανιούνται οι σκέψεις,
μια και είχα μείνει κάποτε εκεί.