Είναι βραδιές που θέλω κάπου να μιλήσω,
από ένα χέρι να πιαστώ,
να βγω έξω να ζήσω,
για ένα τσιγάρο, ένα ποτό,
να πιάσω κάποιον να του πω:
"δώσ' μου το χρόνο σου...
κι εγώ θα γείρω το κεφάλι μου στον ώμο σου."
Μα η τρομαγμένη μου καρδιά μου λέει:
"δε γίνεται".
Στου πρώτου άγνωστου το πρώτο "γεια"
δεν παραδίνεται.
Εγώ δεν ξέρω αν έχω στάλα λογική.
Φτάνω στο σπίτι, λέω "μπαίνω φυλακή".
Εκείνος έρχεται κοντά μου, μ' αγκαλιάζει
κι ύστερα μόνος στα προβλήματα βουλιάζει.
Παραπονιέται, βλαστημάει τον εαυτό του,
και λίγο πριν το τελευταίο χασμουρητό του
με πιάνει κρίση,
σέρνεται απάνω μου
τον έρωτα να ζήσει.
Κι εγώ είμαι μόνη, για χρόνια έχτιζα έναν τοίχο.
Ύστερα τρόμαξα και θέλησα να φύγω.
Άρχισα τότε με αγωνία να γκρεμίζω,
να λέω "βοήθα με, Χριστέ" και να δακρύζω.
Πήρα τους δρόμους και διέξοδο ζητούσα,
χαμένα όνειρα και χρόνια κυνηγούσα.
Καπνός και σκόνη,
και όλα γύρω μου φωνάζουν
"είμαι μόνη".
Οι πιο μεγάλες νύχτες
είναι αυτές που κλαις και δε σ' ακούν.
Θυμίζουνε γυναίκες,
μοναχικές γυναίκες που πονούν.