Μακριά πάνω από τα ομιχλώδια βουνά τα κρύα,
Σε μπουντρούμια βαθιά και σπηλιές παλιές,
Πρέπει να φύγουμε, πριν το ξημέρωμα
Για να βρούμε το χρυσάφι μας το ξεχασμένο για πολλή ώρα.
Τα πεύκα μούγκριζανε* πάνω στα ύψη,
Οι άνεμοι βούιζανε τη νύχτα,
Η πύρα ήταν κόκκινη, καίγοντας εξαπλώθηκε,
Τα δένδρα όπως δάδες λαμπήσουν με φως.