Προχτές εκεί που τα 'πινα με κάποιο κολλητό μου
κοιτώ και βλέπω πίσω μου δυο μάτια δυο ματάκια
γυρίζω στον δικό μου, ο τύπος μου, Νικόλα
και μένα, μ' απαντάει, και εκεί αρχίσαν όλα
Εγώ αυτοσυγκεντρώθηκα για να την μαγνητίσω
αυτά είναι κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Ινδία
αλήθεια σας το λέω, απότυχα τελείως
δε μου 'δινε καμία, μα καμία σημασία.
Όπως καταλαβαίνετε δε μ' έπαιρνε καθόλου
αλλά εξακολούθησα ερήμην να κοιτάω
ο φίλος μου εγκρίνιαζε, βρε Χάρη, σου μιλάω
για πες μου, σε κοιτάει; καθόλου τ' απαντάω
Σε μια στιγμή το βλέμα της πλανήθηκε στο χώρο
κι απάνω μου σταμάτησε σαν κάτι να ζητούσε
ταράχτηκα και σκέφτηκα, Θεέ μου, εμένανε κοιτάει
όμως εκείνη κοίταγε να βρει τον σερβιτόρο
Βοήθεια, Χριστανοί, κοντεύω να φλιπάρω
εγώ για κείνη χάνομαι και κείνη ούτε με ξέρει
αχ, να 'μουνα αεράκι, καπνός από τσιγάρο
στα στήθια της να μπαίνω και κείνη ας μη με θέλει
Βοήθεια, Χριστανοί, κοντεύω να φλιπάρω
ζηλεύω όποιον της μιλά και όποιον την κοιτάει
μα πιο πολύ ζηλεύω εκείνον π' αγαπάει
σαν τρέμει το κορμάκι της και σαν λιγοθυμάει