Ήταν μια φορά ένας άνθρωπος,
ήσυχος πολύ και ξαρμάτωτος.
Είχε σπίτια και λιβάδια,
και κοπάδια και σκυλιά.
...Κι ένα δίχτυ που 'πιανε πουλιά.
Είχε κρύα βρύση στον κήπο του,
μαύρο κυπαρίσσι στον ύπνο του.
Μια γυναίκα αγαπούσε
που τραγούδαγε συχνά,
και μιλούσε πάντα σιγανά.
Δεν κατάλαβε πως την έσφαξε!
Kι ό,τι αγαπούσε το έκαψε.
Τα λιβάδια, τα κοπάδια,
τα τραγούδια, τα φιλιά.
...Και κανείς δεν έβγαλε μιλιά.
Στάθηκε μπροστά στα χαλάσματα
κι έβαλε, Θεέ μου, τα κλάματα:
« Να 'χα σπίτι και γυναίκα
και κοπάδια και σκυλιά ».
...Kι ύστερα τον πήραν τα πουλιά.