Α! πως μικραίνει η απόσταση
κάτω απ' το φύλλο που πέφτει.
Α! πως ο χρόνος σηκώνεται
και φανερώνεται άδειος.
Πίσω, πίσω απ' τη σιωπή πνιγμένο πλοίο,
νεκρό αντίο στην κουπαστή.
Πίσω, πίσω απ' τη φωνή αδειάζει η σκέψη
και ακούει τη λέξη να ηχορραγεί.
Μαύρη πεταλούδα παράξενη,
μέσα στην ομίχλη διάφανη.
Όποιος δε σε βλέπει ξεχνά
κι όποιος δε θυμάται
μαύρο θάνατο κοιμάται.
Α! πως ηχούν τα βήματα
μέσα στο άδειο τοπίο.
Α! πως φυτρώνει στο χώμα,
γεμάτο χρώματα, τραγούδι.
Κι όταν, όταν το ποίημα ανοίγει μια χαράδρα,
πίσω απ' τα κάδρα της γιορτής,
βγαίνει
πάνω απ' τις χαρές, πάνω απ' τις σφαγές μας,
πεταλούδα με τη φτερούγα να αιμορραγεί.
Μαύρη πεταλούδα παράξενη,
μέσα στην ομίχλη διάφανη.
Όποιος δε σε βλέπει ξεχνά
κι όποιος δε θυμάται
μαύρο θάνατο κοιμάται.