Ο ήλιος βασιλεύγει με σημάδι
Όμορφο νιο πηγαίνανε στον Άδη.
Με ρόδα και μ’ ανθούς τονε στολίζουν
δεξά μεριά του Άδη τον καθίζουν.
Κι η μαύρη η μάνα του τονε γνωρίζει
σιμώνει δίπλα του και τον αγγίζει.
Υγιέ μου, ήντα γυρές σ’ αυτά τα μέρη
αχ, πού ’ναι καψερά, χωρίς αέρι;
Ήρθα να δω τη μάνα και το φως μου
που ’φυγε κι έχω μείνει αμοναχός μου
Γιάγειρε, γιε μου, κι άμε στον απάνω
μα έμαθα εγώ και δίχως σου και κάνω.