Μέρα Μαγιού με μίσεψες,
μέρα Μαγιού σε χάνω.
Άνοιξη, γιε, που αγάπαγες
και ανέβαινες απάνω.
Στο λιακωτό και κοίταζες
και δίχως να χορταίνεις,
άρμεγες με τα μάτια σου
το φως της οικουμένης.
Και μου ιστορούσες με φωνή,
γλυκιά, ζεστή και αντρίκεια,
τόσα όσα μήτε του γιαλού
δε φτάνουν τα χαλίκια.
Και μου'λεγες πως όλ'αυτά
τα ωραία θα ήταν δικά μας.
Και τώρα εσβήσθης και έσβησε
το φέγγος και η φωτιά μας.