Δεν είμ’ αδελφός σου - ούτ’ αδερφή μου εσύ
κι ακόμη μη μου πεις ποιος
και γιατί φεύγει μακριά απ’ τη γη μας
Οι άνθρωποι είναι σαν τα πλοία ...
Καθένας κολυμπά, εκεί που το κύμα τον πάει,
ενώ τα νερά είναι βαθειά και
σκούρα βαθειά ως τον βυθό
Μέχρι τον πυθμένα του βυθού
Στα βαθειά θα συναντηθούμ’ όλοι
όπως τα πλοία στα κύματα
σαν τα σκαριά ακουμπούν, σα να στενάζει η γη,
Από φθόνο, ευτέλεια, κακό
Ποιος δεν κολύμπησε και ποιον "βοήθησαν"
ν’ αδειάσει απ’ τ’ αμπάρια νερό
να ’ναι οι ήρωες στον πόλεμο αυτό
Αυτοί το θέλαν πολύ
Κι ως την ακτή τα κύματα φέρνουν σιγά
τις τσακισμένες ψυχές των ζωντανών πλοίων
Κι απ’ την ακτή ξανά για τη θάλασσα τραβούν
όσοι πίστεψαν και την αλήθεια ζητούν
Ο ωκεανός ξέρει πιο πολύ από μας
όλων μας τα μυστικά.
καλυμμένα με τόνους νερά σκοτεινά
Οι άνθρωποι είναι σαν τα πλοία ...
Περήφανα κολυμπά - και δεν πιστεύει κανείς
πως στ’ αμπάρια είναι το κακό
στων πλοίων τα σκοτεινά, αόρατα σκουλήκια,
μας φθείρουν τα σκαριά
Κι ως την ακτή τα κύματα φέρνουν σιγά
τις τσακισμένες ψυχές των ζωντανών πλοίων
Κι απ’ την ακτή ξανά για τη θάλασσα τραβούν
όσοι πίστεψαν και την αλήθεια ζητούν