“Τι θα λέγατε για λίγη νεκροφιλία; E;”
Γεννήθηκα με ένα εκ γενετής σημάδι από τέφρα
Θραύσμα δημιουργημένο από τα αστέρια και τη Μητέρα
Ένας δακτύλιος φωτεινής σφαγής, έφτυσα στα ύδατα
Της ζωής [1] που έτρεχαν αβίαστα από τις μαχαιριές πάνω Της.
Χρίστε με Κύριο Έκτρωμα, Ζωντανό Νεκρό.
Το πριόνι κοπής οστών στο πίσω κάθισμα
Αυτήν την πικρή νύχτα που προσφέρονται κεφάλια. [2]
Μια αιχμηρή πίσω είσοδος, μια κόκκινη έξοδος. [3]
Ο όγκος στο λαιμό, από το πνίξιμο επειδή χύνω
Που χαλάει το αστείο που φθείρεται με την αναπνοή. [4]
Μεγάλωσα ανάμεσα σε πόρνες που ο μπάσταρδος Πατέρας μελάνιαζε στο ξύλο
Με τα μουνιά τους αφαιρεμένα για ενθύμιο, ώστε να διευκολυνθεί η πάροδος της εφηβείας.
Ω! Η νοσταλγία φουντώνει
Για ένατη ή για δέκατη φορά
Μέσα σε αυτό το φαύλο άντρο που αποκαλείται ψυχή.
Πεθαίνοντας για την Ανάσταση
Σκάβω βαθιά για να επανέλθω
Σαν σπασμός συνεχών οργασμών.
Βιώνω τον αργό, πριονωτό βιασμό
Την αφρώδη πτώση του νιτρώδους αμυλίου [5]
Των θυμάτων που εξαναγκάζονται να τραφούν με το ίδιο τους το πρόσωπο
Λεκέδες από δάκρυα πάνω στα καλύμματα
Θα πρέπει να τα συγκρίνω
Με μια ζεστή, καλοκαιρινή μέρα
Αλλά κατά γράμμα, είναι καλύτερο
Να γράψω με λειχήνες τα ονόματά τους σε τάφο [6]
Μετρώ τα χρόνια μου σε έναν άβακα
Φτιαγμένο από κρίκους χειλιών και κατεστραμμένες ευαίσθητες χορδές.
Χρίστε με Κύριο Έκτρωμα, Ζωντανό Νεκρό.
Το πριόνι κοπής οστών στο πίσω κάθισμα
Αυτήν την πικρή νύχτα που προσφέρονται κεφάλια.
Μια αιχμηρή πίσω είσοδος, μια κόκκινη έξοδος.
Ο όγκος στο λαιμό, το πνίξιμο όταν χύνω
Που χαλάει το αστείο που φθείρεται με την αναπνοή.
Τρομοσκόπιο [7] το διόραμά μου [8]
Ένα ψυχόδραμα σε δώδεκα (μέχρι τώρα) μέρη [9]
Άλλη μία αλυσοδεμένη που σκοπεύω να πληγώσω
Εξωτερικά όσο και εσωτερικά.
Η κοφτή ανάσα ενός διεστραμμένου πίσω από μια μάσκα
Είμαι σκληρός, φύσα τον χάρτινο πύργο μου [10]
Και όλα (τα χαρτιά) δείχνουν Θάνατο, η αιμορραγία ξεκινά
Στα κτηνώδη, κατακόκκινα μέρη…
Τώρα γλιστράω στις ρωγμές της τριχοφυΐας και της κόπωσης [11]
Με ψυχική υγεία, αλλά καλύτερα πρόσεχε τα νώτα σου
Δαιμονισμένος, με τις πύλες της Κολάσεως διάπλατα ανοιχτές
Ελευθερώνοντας μαχαίρια που θα σκίσουν την χαλαρή Ανθρωπότητα
Η φιλοδοξία μου είναι να σφαγιάσω απρόσωπα
Εγώ, ενας αμαρτωλός στα χέρια ενός βρώμικου Θεού
Που μου επιτρέπει να θηρεύω, ένας Ζιλ ντε Ρε [12]
Του φωτός, όπου η πίστη παραπλανεί την αλήθεια
Σχίζω κοιλιές και ελευθερώνω τα πιο ζουμερά πρόσωπα
Διαφθείρω τη σάρκα και αρπάζω τα πιο εκλεκτά κομμάτια
Τα αλαβάστρινα [13] άκρα Της που ξεθωριάζουν το φωτισμένο, σαρκικό, σαρδόνιο χαμόγελο
Κολπικό δέρμα για να γευτώ αργότερα και να αυνανιστώ μέσα του
“H καρδιά μου ήταν το χτύπημα τυμπάνων του πολέμου
Επιτιθέμενων αιρέσεων σε απόκοσμους τάφους της ζούγκλας.
Όταν το νούμερο 13 έτυχε στο γύρο μου
Χείλη και δέρμα σαν αμαρτία, μια ανθρωποπαγίδα της Αφροδίτης.
Η όρεξή μου οξύνθηκε, τα κοράκια της καταιγίδας στριφογύριζαν
Πάνω από τα θολά όρια της λογικής, μέχρι να ικανοποιηθώ.
Ορεκτικά [14] φαγώθηκαν, Την παράχωσα μέσα
Σε ένα φέρετρο φτιαγμένο μόνο για την Ντάμα Μπαστούνι. [15]
Βγήκε έξω σαν το φως από το μυαλό Μου
Το πρόσωπό της μια μαργαριταρένια χιονοστιβάδα, ενός κατακόκκινου κρασιού.
Μεγάλη ήταν η ροή [16], αλλά ένα στόμα που ‘ταν κάποτε φτιαγμένο για γαμήσια
Επανήλθε από τη συνταξιοδότηση για να αποδείξει ότι δεν είχε χάσει το ταλέντο του.
Την φίλησα βίαια, με κακία, θρησκευτικά,
Αλλά πότε ΕΝΑΣ ήταν ικανός ΝΑ διαχωρίσει καλύτερα τα ΤΡΙΑ; [17]
Ξέρω ότι είμαι το ίδιο άρρωστός με τον Dahmer [18], αλλά αυτό είναι αυτό που κάνω
Αχ, αχ, αχ, θα σε αφήσω να κοιμηθείς όταν θα έχω τελειώσει…”
“Παλιοπουτάνα!”
Ο στραγγαλισμός, τα ανοιχτά χέρια
Που αναζητούν τρυφερό κρέας χωρίς κλεισμένες τρύπες
Ουράνια τόξα που τα ξυράφια Μου στραγγαλίζουν
Εν μέσω των κραυγών Της και των ανολοκλήρωτων χαρακιών
Που τραγουδιούνται εκκωφαντικά από τα τρύπια Της πνευμόνια.
Δαγκώνω την κακιασμένη γλώσσα Μου
Μην τυχόν και οι κατάρες των αρχέγονων ψευτών
Παγώσουν τα ειδύλλια εκεί που οι Άγγελοι γυμνοί
Είναι χαμένοι στον έρωτα, στην αιμορραγία και στημ απόγνωση.
Κλαίω, και αυτοί απλά κοιτάνε επίμονα…
Κοιτάνε, κοιτάνε και κοιτάνε…