Περπατάει σε αυτούς τους λόφους, φορώντας ένα μακρύ μαύρο βέλο
Επισκέπτεται τον τάφο μου όποτε οι νυχτερινοί άνεμοι θρηνούν
Κανείς δεν ξέρει, κανείς δεν βλέπει
Κανείς δεν ξέρει εκτός από εμένα
Δέκα χρόνια πριν, μια κρύα σκοτεινή βραδιά
Κάποιος δολοφονήθηκε κάτω από του Δημαρχείου τη λάμπα
Aντίκρυσαν λίγοι τη σκηνή, μα όλοι τους συμφώνησαν
Πως ο φονιάς που διέφυγε μου έμοιαζε πολύ
Κι είπε ο δικαστής: Γιέ μου, ποιό το άλλοθί σου;
Εάν βρισκόσουν κάπου αλλού τότε δεν θα αναγκαστείς να πεθάνεις
Μα λέξη δεν βγήκε από το στόμα μου κι ας παιζόταν η ίδια η ζωή μου
Γιατί στης γυναίκας του καλύτερού μου φίλου είχα βρεθεί την αγκαλιά
Τώρα που το ικρίωμα υψώθηκε και η αιωνιότητα σιμώνει
Εκείνη στάθηκε ανάμεσα στο πλήθος μα δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ
Όμως, κάποιες φορές τη νύχτα, όταν οι ψυχροί άνεμοι στενάζουν
Φορώντας ένα μακρύ μαύρο βέλο κλαίει πάνω από τα οστά μου