Κάποιος σκότωσε τη μικρή Σούζι, το κορίτσι με τη μελωδία,
που τραγουδάει τα μεσημέρια. Ούρλιαζε εκεί, νικώντας τη
φωνή της στην καταδίκη της. Αλλά κανείς δεν έφτασε σε
εκείνη σύντομα.
Μία πτώση από τις σκάλες, το φόρεμά της σκισμένο,
Ω, το αίμα στα μαλλιά της. Ένα μυστήριο τόσο
μελαγχολικό στον αέρα.
Είναι εκεί ξαπλωμένη τόσο τρυφερά, ντυμένη τόσο λεπτά.
Την σήκωσαν με φροντίδα... Ω, το αίμα στα μαλλιά της.
Όλοι ήρθαν να δουν το κορίτσι που τώρα είναι νεκρό.
Τόσο παγωμένα ατενίζουν τα μάτια στο πρόσωπό της.
Και ξαφνικά μία φωνή από το πλήθος είπε
ότι αυτό το κορίτσι ζούσε μέσα στη ματαιοδοξία.
Το πρόσωπό της άντεχε τόση αγωνία, τόση πίεση.
Αλλά μόνο ο άντρας της διπλανής πόρτας
γνώριζε τη μικρή Σούζι. Και πόσο έκλαψε καθώς
πλησίαζε για να κλείσει τα μάτια της Σούζι.
Είναι εκεί ξαπλωμένη τόσο τρυφερά, ντυμένη τόσο λεπτά.
Την σήκωσαν με φροντίδα... Ω, το αίμα στα μαλλιά της.
Ήταν όλα για το όνομα του Θεού,
για αυτήν που τραγουδούσε τη μελωδία,
για κάποιον που αισθάνεται την απόγνωση της
στο να είσαι καταραμένος, στο να γνωρίζεις ότι η
ελπίδα έχει πεθάνει και ότι είσαι καταδικασμένος.
Τότε ούρλιαξε και κανένας δεν ήταν εκεί.
Ήξερε ότι κανένας δεν νοιαζόταν...
Ο πατέρας είχε φύγει από το σπίτι,
η κακόμοιρη μητέρα είχε πεθάνει,
αφήνοντας τη Σούζι ολομόναχη.
Η ψυχή του παππού είχε πετάξει...
Κανένας να νοιαστεί, να την αγαπήσει.
Πόσο μπορεί κάποιος ν'αντέξει,
απορρίπτοντας τις ανάγκες
στις προσευχές της;
Η αμέλεια μπορεί να σκοτώσει
σαν ένα μαχαίρι στην ψυχή σου.
Ω, ναι το κάνει! Η μικρή Σούζι
πάλευε τόσο σκληρά για να ζήσει.
Είναι εκεί ξαπλωμένη τόσο τρυφερά, ντυμένη τόσο λεπτά.
Την σήκωσαν με φροντίδα... Τόσο νέα και τόσο αθώα.