Επειδή είδα την οδό μου να εξαφανιστεί,
Σε πυκνό δάσος, μέσα τοίχη δενδρών,
Και μέσα στη ματωμένη γη,
Τα ποδιά μου διάτρυψαν, έβγαλαν ρίζες.
Και για μία στιγμή μπόρεσα να ακούω
Φύλλα να διδάσκουν το τραγούδι τους,
Και ήθελα ν'ανεβαίνω ψηλά,
Να πετάω μαζί τους.
Γνώριζα τις σταγόνες της βροχής,
Που συγκεντρώνονταν μέσα μου, που έπεφταν κάτω μου,
Και ο ψύχος, απελπισμένος άνεμος
Με πάγωνε, με βάραινε.
Και για μία στιγμή μπόρεσα ν'αγγίσω
Τη άκρη του γκρί πόνου,
Και ήθελα ν'ανέβω ψηλά,
Να δω το φως,
Να δω το φως.
Λένε πως ο γαλανός ουρανό πάνω μας
Είναι γεματός με φώτα,
Ίσως μια μέρα και εγώ θα μπορέσω να δω,
να δω...
Έπεσα στη γη, ήσυχα,
Έκλεισα τα ματιά μου, σφάρισα την καρδιά μου,
Και ένιωθα πώς έβγαλα
Όλο τον πόνο μου, όλο τη μοναξιά μου.
Και για μια στιγμή μπόρεσα να φευγω,
Σαν φτέρο σ'ένα φτέρο πουλιού,
Και κατάφερα να ανέβω ψηλά
Να δω το φως,
Να δω το φως.