Στα παλιά λεωφορεία
ο καθένας μια ιστορία,
είν’ η φτώχεια εισιτήριο
κι η ουρά ένα μαρτύριο.
Στην ουρά γίνονται φίλοι
μοδιστρούλες κι υπάλληλοι,
οικοδόμοι και ραφτάδες,
μόρτες και πορτοφολάδες.
Πρόσωπα χλωμά σαν άστρα,
σαν λουλούδια μαραμένα,
που τα κόψαν απ’ τη γλάστρα
και τα στέλνουν `δω κι εκεί,
Χέρια βρώμικα και τίμια
που αν δεν ξέρουνε να γράφουν,
δώδεκα πανεπιστήμια
έχουν βγάλει στη ζωή.
Στα παλιά λεωφορεία
στριμωξίδι, φασαρία,
και πικρή φιλοσοφία
για την άδικη ζωή,
Μοιάζει, φίλε, αυτός ο κόσμος
με παλιό λεωφορείο
κι οι ανθρώποι ένα φορτίο
που το σέρνει εδώ κι εκεί.
Δύσκολο, πικρό ταξίδι,
φασαρία, στριμωξίδι,
ποιος, στ’ αλήθεια, θα μπορέσει
τ’ αλλουνού να φάει τη θέση,
Τούτη η θέση είναι δική μου,
ο χαμός σου είναι η ζωή μου,
η ζωή σου ο θάνατός μου
στο λεωφορείο του κόσμου.
Δε σ’ αντέχω άλλο κόσμε,
μ’ έχεις δέσει και με σέρνεις,
μια χαμογελάς, μια δέρνεις
με το γέλιο, με το δάκρυ,
Δε σ’ αντέχω άλλο κόσμε,
σ’ έχω πιει, σ’ έχω χορτάσει
και η πίκρα σου έχει φτάσει
μέχρι των χειλιών την άκρη.
Δε σ’ αντέχω άλλο κόσμε,
πίκρα πίκρα σε μαζεύω,
δε σ’ αντέχω άλλο κόσμε,
κάνε στάση να κατέβω.
(επανάληψη στροφής)