Αφιερώνω αυτό το τραγούδι
σε κάθε γυναίκα που έρχεται στο νου σαν έρωτας
κάποια στιγμή ελευθερίας:
σ’ εκείνη που μόλις τη γνώρισες,
δεν είχες το χρόνο, αλλά άξιζε
να ξοδέψεις για χάρη της έναν ολόκληρο αιώνα.
Σ’ εκείνη που σχεδόν τη φαντάστηκες,
τόσο γρήγορα την είδες να περνά
κρυφά από το μπαλκόνι,
και τώρα με ευχαρίστηση θυμάσαι το χαμόγελο
που δεν σου έδωσε και που της το έδωσες εσύ
σ’ ένα κενό ευτυχίας.
Στη συνταξιδιώτισσα,
που τα μάτια της ήταν το πιο όμορφο τοπίο
και κάνουν να φαίνεται συντομότερη η διαδρομή•
ίσως είσαι ο μόνος που την καταλαβαίνει
και την αφήνεις να κατέβει χωρίς να την ακολουθήσεις,
χωρίς καν να της αγγίξεις το χέρι.
Σε εκείνες που τις έχεις κιόλας πάρει
και που τώρα ζούνε ώρες απογοήτευσης
μ’ έναν άντρα που έχει πια αλλάξει τόσο πολύ.
Σε έχουν αφήσει (άσκοπη τρέλα)
ν’ αντικρίζεις το βάθος της μελαγχολίας
ενός απελπισμένου μέλλοντος.
Αγαπημένες εικόνες μιας στιγμής,
σύντομα θα γίνετε ένα απόμακρο πλήθος
ξεπερασμένο από κάποια ανάμνηση πιο κοντινή.
Και εάν ακόμη επιστρέψει η ευτυχία για λίγο,
είναι πολύ σπάνιο να θυμηθείς
επεισόδια της πορείας.
Εάν όμως η ζωή πάψει να σε βοηθά,
τότε είναι δυσκολότερο να ξεχάσεις
εκείνες τις φευγαλέες ευτυχισμένες στιγμές,
τα φιλιά που δεν τόλμησες να δώσεις,
τις ευκαιρίες που άφησες να περιμένουν,
τα μάτια που δεν ξανάδες πια.
Τότε, τις στιγμές της μοναξιάς,
όταν η μετάνοια γίνεται συνήθεια,
ένας τρόπος συμβίωσης,
θρηνούμε για τα απόντα χείλη
όλων των όμορφων περαστικών γυναικών,
που δεν κατορθώσαμε να κρατήσουμε κοντά μας.