Είναι μια τρύπα πράσινη∙ κι ένα ποτάμι ψάλλει
Τρελά στα σχίνα μπλέκοντας κουρέλια ασημένια
Κι ο ήλιος ανατέλλοντας, στην κορυφογραμμή, να, λάμπει:
Έτσι, η μικρή κοιλάδα μες στο φως μοιάζει για μεταξένια.
Νιος στρατιώτης, με στόμα ορθάνοιχτο και με γυμνό κεφάλι
-στο γαλανό το κάρδαμο, ανάσκελα- ξαπλώνει
Φαρδύς πλατύς μες στην ομίχλη και στης χλόης την αγκάλη
Χλωμός κοιμάται∙ και το φως πλουσιοπάροχα τον ζώνει
Τα πόδια του φιλούν γλαδιόλοι, ακίνητος, κοιμάται∙
Θαρρείς παιδάκι άρρωστο, χαμογελά στον ύπνο
Πλάση, νανούρισέ τον απαλά γιατί κρυώνει
Τ’ αρώματα δεν του μιλούν με της ζωής το χάδι
Κοιμάται πια στον ήλιο, το χέρι του στο στήθος έχει
Γαλήνιες! Δυο τρύπες κατακόκκινες στα δεξιά του έχει.
( Μετάφραση: Στ.Γ. Κλώρης)