Λασπωμένη ιστορία του εξήντα,
τυλιγμένη σε φακέλους και ντροπή.
Κάποιες νότες απ’ το Χιώτη κι απ’ τη Λίντα,
στη βαριά τη συννεφιά σαν αστραπή.
Αχ μάνα που `σαι να με δεις,
σε πόλη αφιλόξενη σαν ξένος τριγυρνάω.
Πονάω μα δίπλα μου κανείς,
στα δίχτυα της πικρής ζωής, σαν ψάρι σπαρταράω.
Αχ μάνα που `σαι να με δεις.
Θυμωμένη εφηβεία όπου κοιτάω,
μες τους στίχους κρύβει μόνο την οργή.
Αριστερά και δεξιά παραπατάω,
της γενιάς μου ακόμα στάζει η πληγή.
Αχ μάνα που `σαι να με δεις,
σε πόλη αφιλόξενη σαν ξένος τριγυρνάω.
Πονάω μα δίπλα μου κανείς,
στα δίχτυα της πικρής ζωής, σαν ψάρι σπαρταράω.
Αχ μάνα που `σαι να με δεις.