Αυτοί ήρθαν,
είναι όλοι εκεί,
μόλις που άκουσαν εκείνη την κραυγή.
Αυτή, η μανούλα, θα πεθάνει.
Αυτοί ήρθαν,
είναι όλοι εκεί.
Ακόμα και αυτοί από τη νότια Ιταλία,
μέχρι και ο Τζιόρτζιο, ο σκάρτος γιος
με τους ώμους του γεμάτους δώρα.
Όλα τα παιδιά παίζουν σιωπηλά,
γύρω από το κρεβάτι ή ξαπλωμένα.
Όμως, τα παιχνίδια τους δεν έχουν καμία σημασία.
Είναι λιγάκι τα τελευταία τους δώρα
προς τη μανούλα, τη μανούλα...
Ξαναθερμαίνουν φιλιά,
ξανανεβαίνουν στα αυτιά της.
Αυτή, η μανούλα, θα πεθάνει...
Αγία Μαρία, γεμάτη από χάρη
της οποίας το άγαλμα είναι στη θέση του,
βεβαίως εσείς γείρετε τους ώμους σας προς αυτήν
όσο τραγουδάτε Χαίρε Μαρία,
Χαίρε Μαρία...
Υπάρχει πολλή αγάπη, πολλά αναμνηστικά,
γύρω από εσένα, μανούλα.
Υπάρχουν πολλά δάκρυα και κρυφά γέλια
γύρω από εσένα, εσένα, μανούλα.
Και όλοι οι άνδρες ένιωθαν να ζεσταίνονται
κάτω από τις καμινάδες του μεγάλου ήλιου.
Αυτή, η μανούλα, θα πεθάνει...
Ότι πίνουν παγωμένο το νέο κρασί,
το καλό κρασί του καλού κλήματος
για όσο φοράνε άνω-κάτω
στους πάγκους, τα φουλάρια και τα καπέλα.
Είναι αστείο, δεν αισθάνονται δυστυχισμένοι,
κοντά στο μεγάλο κρεβάτι και συμπόνοια.
Ακόμη υπάρχει ένας θείος κιθαριστής
που παίζει, που παίζει έλκοντας την προσοχή
της μανούλας, της μανούλας...
Και οι γυναίκες ενθυμούμενες
τραγούδια θλίψης για γηραιές,
αυτή, η μανούλα, θα πεθάνει...
Τόσο ευγενικά, τα κλεισμένα μάτια
τραγουδάνε όπως νανουρίζουμε το παιδί
μετά από μια καλή μέρα
έτσι ώστε να κρυφογελάσει κοιμωμένη.
Χαίρε Μαρία.
Υπάρχει πολλή αγάπη, πολλά αναμνηστικά,
γύρω από εσένα, μανούλα.
Υπάρχουν πολλά δάκρυα και κρυφά γέλια
γύρω από εσένα, εσένα, μανούλα.
Ότι εσύ, ποτέ, ποτέ, ποτέ,
δεν θα μας εγκαταλείψεις...