Ξαναβλέπω την πόλη που γιορτάζει και παραληρεί
Ν' ασφυκτιά κάτω απ' τον ήλιο και την χαρά
Και ακούω μες στη μουσική τις φωνές, τα γέλια
που ξεσπούν και ξεπηδούν γύρω μου
και χαμένη ανάμεσα στους ανθρώπους που με σπρώχνουν
σαστισμένη, τρελαμένη, μένω εκεί
Όταν ξαφνικά. γυρίζω, αυτός πισωπατά
και το πλήθος με ρίχνει στην αγκαλιά του.
Παρασυρμένοι απ' το πλήθος που μας σέρνει
μας παρασέρνει
λιωμένοι ο ένας πάνω στον άλλον
δε φτιάχνουμε παρά ένα σώμα
και το κύμα αβίαστα
μας σπρώχνει, αλυσοδεμένους τον έναν στον άλλον
και μας αφήνει τους δυο μας
αγκαλιασμένους, μεθυσμένους κι ευτυχισμένους.
Παρασυρμένοι απ' το πλήθος που ορμάει
και που χορεύει ένα τρελό ποτ πουρί
τα δυο χέρια μας παραμένουν κολλημένα
και κάποιες φορές κινούνται
τα δυο κορμιά μας υψωμένα πετούν μακριά
και ξαναπέφτουν και τα δυο
αγκαλιασμένα, μεθυσμένα κι ευτυχισμένα.
Και η χαρά εκτοξεύθηκε απ' το χαμόγελό του
με διαπέρασε και αναπήδησε βαθιά μέσα μου
αλλά ξαφνικά βγάζω μια κραυγή ανάμεσα στα γέλια
όταν το πλήθος τον άρπαξε μέσα απ' την αγκαλιά του
Παρασυρμένοι απ' το πλήθος που μας σέρνει
μας παρασέρνει, μας απομακρύνει τον έναν απ' τον άλλον
παλεύω και χτυπιέμαι
αλλά ο ήχος της φωνής μου
πνίγεται μέσα στα γέλια των άλλων
και φωνάζω από πόνο, μανία και οργή
και κλαίω
Παρασυρμένη απ' το πλήθος που ορμάει
και που χορεύει ένα τρελό ποτ πουρί
μεταφέρομαι μακριά
και σφίγγω τις γροθιές μου, καταριέμαι το πλήθος που μου έκλεψε
τον άντρα που μου είχε δώσει
και που δεν ξαναβρήκα ποτέ...