Θα πετάξω την τεράστιά μου καρδιά,
προς τα αστέρια μια μέρα.
Ορκίζομαι πως θα το κάνω.
Και πάνω από τη μπλε τέντα του τσίρκου
στο γαλάζιο θα πετάξω,
όταν η γυναίκα κανόνι,
θα γίνει χρυσή και ασημένια
και χωρίς να περάσει από το σταθμό
θα πάρει το τελευταίο τρένο.
Και στο πρόσωπο των μοχθηρών και των αλαζόνων,
το όνομά μου θα λάμψει.
Στις πύλες της νυκτός,
η μέρα θα σταματήσει.
Ενα χειροκρότημα ενός πληρωμένου κοινού,
θα το υπογραμμίσει.
Κι από το στόμιο του κανονιού,
ένα τραγούδι θα παιχτεί.
Και με τα χέρια μου, αγάπη μου, θα πιάσω τα δικά σου,
και θα σε κρατήσω στην καρδιά μου δίχως λέξεις.
Και δε θα φοβηθώ,
ακόμα κι αν δεν είμαι τόσο όμορφη όπως λες εσύ.
Αλλά θα πετάξουμε στον ουρανό, με σάρκα και οστά,
δε θα ξαναγυρίσουμε ποτέ...
Και χωρίς πείνα, χωρίς δείψα,
χωρίς φτερά και χωρίς δίχτυα θα πετάξουμε μακριά.
Κι έτσι, η γυναίκα κανόνι,
αυτό το μεγάλο μυστήριο, πέταξε.
Ολομόναχη προς έναν ουρανό μαύρο, μαύρο
ξεκίνησε.
Όλοι έκλεισαν τα μάτια τους,
τη στιγμή που εξαφανίστηκε.
Άλλοι ορκίζονταν και άλλοι ψευδορκίζονταν,
ότι δεν ήταν ποτέ εκεί.
Και με τα χέρια μου, αγάπη μου, θα πιάσω τα δικά σου,
και θα σε κρατήσω στην καρδιά μου δίχως λέξεις.
Και δε θα φοβηθώ,
ακόμα κι αν δεν είμαι τόσο όμορφη όπως λες εσύ.
Αλλά θα πετάξουμε στον ουρανό, με σάρκα και οστά,
δε θα ξαναγυρίσουμε ποτέ...
Και χωρίς πείνα, χωρίς δείψα,
χωρίς φτερά και χωρίς δίχτυα θα πετάξουμε μακριά.