Σχεδόν τίποτε, δεν φαντάζει περασμένο
όλα μες τ’ όνειρα στοιχειώνουν
και βαραίνουνε στους ώμους
έτσι ανεβαίνω ήσυχος
της ζωής την ανηφόρα
Ποτέ δεν ένοιωσα ψηλά ή μες τη δόξα
δεν είναι παρά μια μεγάλη απάτη τούτο
φτιαγμένη απ’ τις γενιές τις περασμένες
που στης ζωής το διάβα βαραίνει
Η αλήθεια, μονάχη, κοιμάται σε μνήμα
Και με τ’ όνειρο μιας ζωής καλύτερης, θλιμμένη βαδίζει
Η αλήθεια, μες το ψέμα, μόνη χορεύει
στη μια τσέπη κρατώντας χαρές κι αγάπες
της χίμαιρας αφέντη
τον πόλεμο και το ποίημα
Λαχταρώ να δω και να πιστέψω
ή, αλλού κοιτώντας, να μη πιστέψω
και, φορές, συχνά, μόνος νοιώθω
στης ζωής το κατώφλι να κλαίω
Ένα πάτημα σ’ άλλο κόσμο ψάχνω
Ένα κάποιο φίλο, καλό, ψάχνω
στη παγίδα μην πέσω,
κι από φόβο, μια μέρα,
θάνατος θε να γενεί, η ζωή η ίδια
Η αλήθεια, μονάχη, κοιμάται σε μνήμα
Και με τ’ όνειρο μιας ζωής καλύτερης, θλιμμένη βαδίζει
Η αλήθεια, μες το ψέμα, μόνη χορεύει
στη μια τσέπη κρατώντας χαρές κι αγάπες
της χίμαιρας αφέντη
τον πόλεμο και το ποίημα