Οι λέξεις ήταν σφήκες
και οι δρόμοι σαν αμμόλοφοι
κι εγώ ακόμα να περιμένω τον ερχομό σου…
Μέσα σε φέρετρο κρατώ την επαφή σου κι
ένα στεφάνι
με τα μπερδεμένα σου μαλλιά,
να ψάχνω να βρω ένα
άπειρο ουράνιο τόξο.
Τα χέρια μου που ακόμα είναι από κόκκαλο,
η κοιλιά σου που έχει ακόμα τη γεύση του ψωμιού,
καθεδρικός ναός είναι το σώμα σου…
Ήσουν καλοκαίρι και χίλιες καταιγίδες, εγώ
το λιοντάρι που χαμογελάει στους τοίχους
που ξανάβαψα με
το ιδιο χρώμα.
(Ρεφρέν)
Δεν ξέρω να ξεχωρίζω τα φιλιά από
τις ρίζες.
Δεν ξέρω να ξεχωρίζω το περίπλοκο
από το απλό
και τώρα είσαι στη δική μου λίστα
με υποσχέσεις για λησμονιά.
Όλα καίγονται αν βάζεις την σπίθα
την κατάλληλη.
Η φωτιά που μερικές φορές ήταν δική μας,
η στάχτη πάντα αλλονών.
Λευκό φαλαίνης να γλιστράει
στη σπονδυλική στήλη.
Είμαστε πιο μεγάλοι και ειλικρινείς πλέον,
και τι
αν κοιτάζουμε τη «λίμνη»
όπως αποκαλούν την αιωνιότητα
της απουσίας
(ρεφρέν)