Κανείς δε μίλαγε εκείνη τη βραδιά
που σκόνταφτε ο άνεμος στο κύμα,
σαν έφερνε στερνό μαντάτο στη στεριά,
του ταξιδιώτη χωρισμού το σήμα.
Κανείς δε μίλησε, κανείς δε γύρισε
και όλα τέλειωσαν απλά.
Και σαν ξημέρωσε, ο ήλιος γέλασε
σε δυο λιμάνια και σε δυο πουλιά.
Κανείς δεν πρόσεξε το κάστρο της σιωπής
πώς στήθηκε διάφανο μπροστά μας
και τέλος στοίχειωσε προσμένοντας να μπεις,
να σβήσεις στη σημαία το όνομά μας.
Κανείς δεν έτρεξε, κανείς δεν έταξε
και όλα τέλειωσαν απλά.
Και σαν ξημέρωσε, ο ήλιος γέλασε
σε δυο λιμάνια και σε δυο πουλιά.