Μπήκα στο φωταγωγό
δίχως χάρτη κι ένστικτο
πέρασ’ ο αιώνας από κάτω.
Ψάχνω να βρω κάποιο εγώ
σε καθρέφτη μηχανικό
και πιάστηκα σε ιδέες από σπάγκο.
Υπήρχαν κι άλλοι εκατό
που ψήνονταν στον πυρετό
και πέσαμε αθόρυβα στον πάτο.
Και μπήκαμε στον λάκκο των λεόντων,
ντυθήκαμε ψυχή χαμαιλεόντων,
αγάλματα ξεμείναμε γυμνοί.
Πηγαίνω βόλτα στη Συγγρού,
βγαίνω απ’ το σπήλαιο του Δυρού,
δικέ μου, γράψε λάθος.
Είμαστε δυο, είμαστε τρεις,
κι εγώ μόνος, μοναχός,
χαμένος μονομάχος.
Και βγήκα απ το φωταγωγό
κι άλλαξα τον οδηγό,
πέταξα πιλότος σ’ ένα σάκο.
Πέρασα πάνω απ’ τις κραυγές
και είδα στάσεις αδειανές,
έχωσα τις αυταπάτες μου στο λάκκο.